1 εὔνια
ἐξ εὐνίων ἀναπηδᾶν App.BC5.117
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔνια
εύνια — εὔνια, τὰ (Α) [ευνή] κλίνες, κρεβάτια, στρώματα («ἐξ εὐνίων ἀναπηδᾱν», Αππ.) … Dictionary of Greek